ξεσπώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξεσπώ < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ξεσπῶ → δείτε και τη λέξη ξεσπαώ
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /kseˈspo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξε‐σπώ
Ρήμα
[επεξεργασία]ξεσπώ
- άλλη μορφή του ξεσπάω