Μετάβαση στο περιεχόμενο

βραδυφλεγής

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βραδυφλεγής η βραδυφλεγής το βραδυφλεγές
      γενική του βραδυφλεγούς* της βραδυφλεγούς του βραδυφλεγούς
    αιτιατική τον βραδυφλεγή τη βραδυφλεγή το βραδυφλεγές
     κλητική βραδυφλεγή(ς) βραδυφλεγής βραδυφλεγές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βραδυφλεγείς οι βραδυφλεγείς τα βραδυφλεγή
      γενική των βραδυφλεγών των βραδυφλεγών των βραδυφλεγών
    αιτιατική τους βραδυφλεγείς τις βραδυφλεγείς τα βραδυφλεγή
     κλητική βραδυφλεγείς βραδυφλεγείς βραδυφλεγή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /vɾa.ði.fleˈʝis/ αρσενικό ή θηλυκό
ΔΦΑ : /vɾa.ði.fleˈʝes/ ουδέτερο

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βραδυφλεγής < βραδυ- + -φλεγής (< φλέγω)

Επίθετο

[επεξεργασία]

βραδυφλεγής, -ής, -ές

  1. που καίγεται αργά
    βραδυφλεγής βόμβα
    βραδυφλεγές υλικό
    βραδυφλεγή υφάσματα
  2. (μεταφορικά) που καθυστερεί να αντιδράσει ή να εκδηλωθεί
    βραδυφλεγής αντίδραση

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]