πυριφλεγής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πυριφλεγής | η | πυριφλεγής | το | πυριφλεγές |
γενική | του | πυριφλεγούς* | της | πυριφλεγούς | του | πυριφλεγούς |
αιτιατική | τον | πυριφλεγή | την | πυριφλεγή | το | πυριφλεγές |
κλητική | πυριφλεγή(ς) | πυριφλεγής | πυριφλεγές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πυριφλεγείς | οι | πυριφλεγείς | τα | πυριφλεγή |
γενική | των | πυριφλεγών | των | πυριφλεγών | των | πυριφλεγών |
αιτιατική | τους | πυριφλεγείς | τις | πυριφλεγείς | τα | πυριφλεγή |
κλητική | πυριφλεγείς | πυριφλεγείς | πυριφλεγή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πυριφλεγής < αρχαία ελληνική πυριφλεγής[1] [2] < πῦρ + φλέγω
Επίθετο
[επεξεργασία]πυριφλεγής
- (λόγιο, κυριολεκτικά) που φλέγεται (έντονα)
- άλλες μορφές: φλεγόμενος
- (λόγιο, μεταφορικά) (για πρόσωπα) που ενεργεί με φλόγα, με ορμή, με ζέση
- (λόγιο, μεταφορικά) (για συναισθήματα κ.λπ.) θερμός, σφοδρός, έντονος
- άλλες μορφές: φλογερός
Συγγενικά
[επεξεργασία]- πυριφλεγώς
- → δείτε τις λέξεις πυρ και φλέγω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πυριφλεγής
|
- ↑ πυριφλεγής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ πυριφλεγής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.