πυρπολώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πυρπολώ < αρχαία ελληνική πυρπολέω / πυρπολῶ < πυρπόλος < πῦρ (< πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *péh₂wr̥) + πέλω (< πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kʷel-: κινώ, γυρίζω)
Ρήμα
[επεξεργασία]πυρπολώ (παθητική φωνή: πυρπολούμαι)
- βάζω φωτιά σε κάτι (και το καταστρέφω)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- απυρπόλητος
- αυτοπυρπόληση
- αυτοπυρπολούμαι
- πυρπόληση
- πυρπολητής
- πυρπολικό
- πυρπολικός
- → δείτε τη λέξη πυρ
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πυρπολώ | πυρπολούσα | θα πυρπολώ | να πυρπολώ | πυρπολώντας | |
β' ενικ. | πυρπολείς | πυρπολούσες | θα πυρπολείς | να πυρπολείς | (πυρπόλει) | |
γ' ενικ. | πυρπολεί | πυρπολούσε | θα πυρπολεί | να πυρπολεί | ||
α' πληθ. | πυρπολούμε | πυρπολούσαμε | θα πυρπολούμε | να πυρπολούμε | ||
β' πληθ. | πυρπολείτε | πυρπολούσατε | θα πυρπολείτε | να πυρπολείτε | πυρπολείτε | |
γ' πληθ. | πυρπολούν(ε) | πυρπολούσαν(ε) | θα πυρπολούν(ε) | να πυρπολούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πυρπόλησα | θα πυρπολήσω | να πυρπολήσω | πυρπολήσει | ||
β' ενικ. | πυρπόλησες | θα πυρπολήσεις | να πυρπολήσεις | πυρπόλησε | ||
γ' ενικ. | πυρπόλησε | θα πυρπολήσει | να πυρπολήσει | |||
α' πληθ. | πυρπολήσαμε | θα πυρπολήσουμε | να πυρπολήσουμε | |||
β' πληθ. | πυρπολήσατε | θα πυρπολήσετε | να πυρπολήσετε | πυρπολήστε | ||
γ' πληθ. | πυρπόλησαν πυρπολήσαν(ε) |
θα πυρπολήσουν(ε) | να πυρπολήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πυρπολήσει | είχα πυρπολήσει | θα έχω πυρπολήσει | να έχω πυρπολήσει | ||
β' ενικ. | έχεις πυρπολήσει | είχες πυρπολήσει | θα έχεις πυρπολήσει | να έχεις πυρπολήσει | ||
γ' ενικ. | έχει πυρπολήσει | είχε πυρπολήσει | θα έχει πυρπολήσει | να έχει πυρπολήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε πυρπολήσει | είχαμε πυρπολήσει | θα έχουμε πυρπολήσει | να έχουμε πυρπολήσει | ||
β' πληθ. | έχετε πυρπολήσει | είχατε πυρπολήσει | θα έχετε πυρπολήσει | να έχετε πυρπολήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν πυρπολήσει | είχαν πυρπολήσει | θα έχουν πυρπολήσει | να έχουν πυρπολήσει |
|