mordillement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
mordillement | mordillements |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
mordillement (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
mordillement | mordillements |
mordillement (fr) αρσενικό