mostrador
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
mostrador | mostradores |
mostrador (pt) αρσενικό
- η βιτρίνα
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
mostrador | mostradores |
mostrador (pt) αρσενικό