motel
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
motel | motels |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- motel, ήδη από τη δεκαετία του 1920 < συμφυρμός των motor + hotel
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]motel (en)
- το μοτέλ
Πηγές
[επεξεργασία]- motel - Oxford Learner's Dictionaries
- motel - Cambridge Dictionary online