néophyte
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
néophyte | néophytes |
néophyte (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
néophyte | néophytes |
néophyte (fr) αρσενικό ή θηλυκό