namorada
Εμφάνιση
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
namorada | namoradas |
namorada (pt) θηλυκό (αρσενικό namorado)
- η ερωτευμένη, η φίλη
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
namorada | namoradas |
namorada (pt) θηλυκό (αρσενικό namorado)