narcodollar
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
narcodollar | narcodollars |
narcodollar (fr) αρσενικό
- (συνηθίζεται στον πληθυντικό) το ναρκοδολάριο
ενικός | πληθυντικός |
narcodollar | narcodollars |
narcodollar (fr) αρσενικό