nee
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
nee (en)
- χρησιμοποιείται για να δείξει το όνομα το οποίο είχε όταν γεννήθηκε κάποιος· το πατρικό επώνυμο ή το αρχικό όνομα που του είχε δοθεί αν το έχει αλλάξει
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Ολλανδικά (nl) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
nee (nl)