nemen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ολλανδικά (nl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
nemen (nl) (αόριστος : nam (πλ: namen), παθ. μτχ. : genomen)
nemen (nl) (αόριστος : nam (πλ: namen), παθ. μτχ. : genomen)