neurologue
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
neurologue | neurologues |
neurologue (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- ο/η νευρολόγος
ενικός | πληθυντικός |
neurologue | neurologues |
neurologue (fr) αρσενικό ή θηλυκό