nevischio
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- nevischio < neve
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /neˈvi.skjo/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
nevischio (it) αρσενικό (πληθυντικός nevischi)
- (μετεωρολογία) το χιονόνερο
Πηγές[επεξεργασία]
- nevischio - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).