Μετάβαση στο περιεχόμενο

neve

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

neve (gl)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
neve < λατινική nivem

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈne.ve/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
neve nevi

neve (it) θηλυκό



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

neve (pt)