nipple

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

nipple (en)

  1. η ρώγα, η θηλή του στήθους
  2. η θηλή του μπιμπερόν