Μετάβαση στο περιεχόμενο

noci

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
noci < noc- + -i
ρήμα noci
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας nocas nocanta nocata
αόριστος nocis nocinta nocita
μέλλοντας nocos noconta nocota
υποθετική nocus - -
προστακτική nocu - -

noci (eo)