nomumi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

nomumi < nom(o) + -um- + -i

Ρήμα[επεξεργασία]

ρήμα nomumi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας nomumas nomumanta nomumata
αόριστος nomumis nomuminta nomumita
μέλλοντας nomumos nomumonta nomumota
υποθετική nomumus - -
προστακτική nomumu - -

nomumi (eo)

  1. ονομάζω, διορίζω
    la estraro nomumis komisionon - η διεύθυνση διόρισε επιτροπή