novatrice

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
novatrice novatrices

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

novatrice (fr) θηλυκό