nudiste

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
nudiste nudistes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

nudiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό