nudiste
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
nudiste | nudistes |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
nudiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- ο γυμνιστής, η γυμνίστρια
ενικός | πληθυντικός |
nudiste | nudistes |
nudiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό