number one
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
number one (en) (χωρίς παραθετικά)
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό, ανεπίσημο) υπ' αριθμόν ένα, ο σπουδαιότερος, ο σημαντικότερος, ο πιο γνωστός
- ↪ Headaches are the number one public health problem.
- Οι κεφαλαλγίες είναι το υπ’ αριθμόν ένα δημόσιο πρόβλημα υγείας.
- ↪ Headaches are the number one public health problem.