numerous

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

numerous (en)

  • πολυάριθμος, μεγάλος σε αριθμό, σε πλήθος όμοιων πραγμάτων
    ⮡  his numerous friends - οι πολυάριθμοι φίλοι του
    ⮡  There are numerous examples.
    Υπάρχουν πολυάριθμα παραδείγματα.