Μετάβαση στο περιεχόμενο

nymphomanie

Από Βικιλεξικό

Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
nymphomanie nymphomanies

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

nymphomanie (fr) θηλυκό