observationnellement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- observationnellement < observationnel
Επίρρημα[επεξεργασία]
observationnellement (fr)
- (σπάνιο) με τρόπο που σχετίζεται με την παρατήρηση ή την παρατηρητικότητα