obsolete
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
obsolete (en)
- (για λέξεις, εξοπλισμό κλπ) απαρχαιωμένος, παρωχημένος
- (βιολογία) ατελώς ανεπτυγμένος
obsolete (en)