απαρχαιωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απαρχαιωμένος < αρχαία ελληνική ἀπηρχαιωμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ἀπαρχαιόομαι / ἀπαρχαιοῦμαι < ἀπό + ἀρχαιόομαι / ἀρχαιοῦμαι < ἀρχαῖος < ἀρχή
Μετοχή
[επεξεργασία]απαρχαιωμένος
- που είναι τόσο παλιός, ώστε να μη συμβαδίζει πια με τις σύγχρονες καταστάσεις, αντιλήψεις ή απαιτήσεις
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις απαρχαιώνω, αρχαίος και αρχή