occasionnellement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- occasionnellement < → δείτε τις λέξεις occasionnel και -ment
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ɔ.ka.zjɔ.nɛl.mɑ̃/
Επίρρημα
[επεξεργασία]occasionnellement (fr)