Μετάβαση στο περιεχόμενο

occupo

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
occupo < ob + capio

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈok.ku.poː/

occupo (la) (occupō1, occupāvī, occupātum, occupāre)