odontalgie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
odontalgie odontalgies

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

odontalgie (fr) θηλυκό