officialisation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
officialisation officialisations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

officialisation (fr) θηλυκό