oleo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Εσπεράντο (eo) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
oleo (eo)
Λατινικά (la) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- oleo < olo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₃ed- (μυρίζω)
Ρήμα[επεξεργασία]
oleo
Εναλλακτικές μορφές[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
B' συζυγία (oleo, olui, -, olere)
|