omnipotent
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
omnipotent (en)
- παντοδύναμος
- (βιολογία) (αλλάζει η προφορά/σπάνιο) παντοδυνητικός
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
omnipotent (fr)