omnipotent
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]omnipotent (en)
- παντοδύναμος
- (βιολογία) (αλλάζει η προφορά/σπάνιο) παντοδυνητικός
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]omnipotent (fr)
omnipotent (en)
omnipotent (fr)