Μετάβαση στο περιεχόμενο

on one hand

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
on one hand <  δείτε τις λέξεις on, one και hand

Έκφραση

[επεξεργασία]

on one hand (en)

  • (ιδιωματισμός) από τη μια μεριά…από την άλλη, αφενός, αφ' ενός
      On one hand I want to go on vacation, on the other (hand) I have a lot of work.
    Από τη μια μεριά θέλω να πάω διακοπές, από την άλλη έχω πολλή δουλειά.