on one hand
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Έκφραση
[επεξεργασία]on one hand (en)
- (ιδιωματισμός) από τη μια μεριά…από την άλλη, αφενός, αφ' ενός
- ⮡ On one hand I want to go on vacation, on the other (hand) I have a lot of work.
- Από τη μια μεριά θέλω να πάω διακοπές, από την άλλη έχω πολλή δουλειά.
- ⮡ On one hand I want to go on vacation, on the other (hand) I have a lot of work.