αφενός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Σύνδεσμος[επεξεργασία]
αφενός (αντιθετικός)
- (λόγιο) από τη μια (πλευρά ή μεριά)
- ↪ Οι αυξήσεις των τιμών δικαιολογούνται αφενός μεν από την άνοδο της τιμής του πετρελαίου, αφετέρου δε, από τις πτωτικές τάσεις του ευρώ.
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- χρησιμοποιείται στο σχήμα "αφενός μεν... αφετέρου δε...", συνδέοντας παρατακτικά δύο ισοδύναμους συντακτικά όρους
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αφενός
|