one-off

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

one-off (en)

  • εφάπαξ
    ⮡  the one-off payment of the tax
    η εφάπαξ πληρωμή του φόρου

Συνώνυμα

[επεξεργασία]