Μετάβαση στο περιεχόμενο

onslaught

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

onslaught (en)

  1. βίαια εφόρμηση, σθεναρή επίθεση
  2. (μεταφορικά) πανζουρλισμός από οτιδήποτε