Μετάβαση στο περιεχόμενο

onto

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
onto < on + to

Πρόθεση

[επεξεργασία]

onto (en)

  1. σε, χρησιμοποιείται με ρήματα για να εκφράσει κίνηση πάνω ή προς ένα συγκεκριμένο μέρος ή θέση
      Move the books onto the second shelf.
    Μετακίνησε τα βιβλία στο δεύτερο ράφι.
      She got down from the train and onto the platform.
    Κατέβηκε από το τρένο στην πλατφόρμα.
      They hurried onto the plane.
    Βιάστηκαν να μπουν στο αεροπλάνο.
  2. σε, χρησιμοποιείται για να δείξει ότι κάτι βλέπει προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση
      The window looks out onto the terrace.
    Το παράθυρο έβλεπε στην ταράτσα.
      My room looks out onto the park.
    Το δωμάτιό μου βλέπει στο πάρκο.

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]