onto
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Πρόθεση
[επεξεργασία]onto (en)
- σε, χρησιμοποιείται με ρήματα για να εκφράσει κίνηση πάνω ή προς ένα συγκεκριμένο μέρος ή θέση
- ⮡ Move the books onto the second shelf.
- Μετακίνησε τα βιβλία στο δεύτερο ράφι.
- ⮡ She got down from the train and onto the platform.
- Κατέβηκε από το τρένο στην πλατφόρμα.
- ⮡ They hurried onto the plane.
- Βιάστηκαν να μπουν στο αεροπλάνο.
- ⮡ Move the books onto the second shelf.
- σε, χρησιμοποιείται για να δείξει ότι κάτι βλέπει προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση
- ⮡ The window looks out onto the terrace.
- Το παράθυρο έβλεπε στην ταράτσα.
- ⮡ My room looks out onto the park.
- Το δωμάτιό μου βλέπει στο πάρκο.
- ⮡ The window looks out onto the terrace.