opérable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
opérable | opérables |
Επίθετο
[επεξεργασία]opérable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που μπορεί να εγχειριστεί
ενικός | πληθυντικός |
opérable | opérables |
opérable (fr) αρσενικό ή θηλυκό