opérable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
opérable opérables

Επίθετο

[επεξεργασία]

opérable (fr) αρσενικό ή θηλυκό