orvieto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- orvieto < τοπωνύμιο Orvieto
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /orˈvjɛ.to/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : or‐vié‐to
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
orvieto (it) αρσενικό άκλιτο
Πηγές[επεξεργασία]
- orvieto - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).