Μετάβαση στο περιεχόμενο

oscar

Από Βικιλεξικό


Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
oscar oscars

oscar (fr) αρσενικό

  1. το όσκαρ
  2. έπαθλο που δίνεται σε κάποιον που αρίστευσε σε κάποιον τομέα