oskarżony
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]oskarżony < oskarżyć
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˌɔskarˈʒɔ̃nɨ/
Μετοχή
[επεξεργασία]oskarżony (pl)
oskarżony < oskarżyć
oskarżony (pl)