ostréicole
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
ostréicole | ostréicoles |
ostréicole (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- σχετικός με την οστρεοτροφία
ενικός | πληθυντικός |
ostréicole | ostréicoles |
ostréicole (fr) αρσενικό ή θηλυκό