otoscopie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
otoscopie otoscopies

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

otoscopie (fr) θηλυκό