outspoken
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
outspoken (en)
- που μιλάει ανοιχτά, που δεν διστάζει να εκφράσει με παρρησία τις απόψεις του
outspoken (en)