Μετάβαση στο περιεχόμενο

oversight

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
oversight oversights

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
oversight < over- + sight

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

oversight (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η αβλεψία, η παράλειψη
      The mistake was the result of an oversight.
    Το λάθος ήταν αποτέλεσμα αβλεψίας.
      I was blamed for your oversights.
    Επικρίθηκα εγώ για τις δικές σου παραλείψεις.
  2. (μη μετρήσιμο, επίσημο) η επίβλεψη
      under the oversight of a nurse - υπό την επίβλεψη νοσοκόμας