oversight
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
oversight | oversights |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]oversight (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η αβλεψία, η παράλειψη
- ⮡ The mistake was the result of an oversight.
- Το λάθος ήταν αποτέλεσμα αβλεψίας.
- ⮡ I was blamed for your oversights.
- Επικρίθηκα εγώ για τις δικές σου παραλείψεις.
- ⮡ The mistake was the result of an oversight.
- (μη μετρήσιμο, επίσημο) η επίβλεψη
- ⮡ under the oversight of a nurse - υπό την επίβλεψη νοσοκόμας