overt
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
overt (en)
- ανοιχτός, όχι κρυμμένος ή καλυμμένος
- an overt military action