pétrisseuse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pétrisseuse | pétrisseuses |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pétrisseuse (fr) θηλυκό
- η ζυμώτρια
ενικός | πληθυντικός |
pétrisseuse | pétrisseuses |
pétrisseuse (fr) θηλυκό