półtorej
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Αριθμητικό
[επεξεργασία]półtorej (pl) άκλιτο θηλυκό
- άκλιτο θηλυκό για το: ενάμισης
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- συντάσσεται με γενική (dopełniacz)
półtorej (pl) άκλιτο θηλυκό