Μετάβαση στο περιεχόμενο

paŝ-

Από Βικιλεξικό

Εσπεράντο (eo)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
paŝ- < γαλλική passer, αγγλική pass, ιταλική passare

paŝ- (eo)

  • ρίζα λέξεων που σχετίζονται με την έννοια: περνώ

Παράγωγα

[επεξεργασία]