Μετάβαση στο περιεχόμενο

pass

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
pass passes

pass (en)

  1. το πέρασμα, η διέλευση
  2. η άδεια εισόδου

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
ενεστώτας pass
γ΄ ενικό ενεστώτα passes
αόριστος passed
παθητική μετοχή passed
ενεργητική μετοχή passing

pass (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) περνάω ένα μάθημα, σε εξετάσεις, γίνομαι δεκτός
    παράδειγμα  Most candidates passed.
    Οι περισσότεροι υποψήφιοι πέρασαν.
    παράδειγμα  I pass my driving test.
    Περνώ τις εξετάσεις για οδήγηση.
    παράδειγμα  The film passed the censors.
    Το φιλμ πέρασα από τη λογοκρισία.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) περνάω, προσπερνάω, φτάνω κάποιον ή κάτι και το περνώ και προχωρώ
    παράδειγμα  After passing the station, turn left.
    Αφού περάσεις το σταθμό, στρίψε αριστερά.
    παράδειγμα  I just passed him in the street.
    Μόλις τον πέρασα στον δρόμο.
    παράδειγμα  He passed me a while ago.
    Με προσπέρασε πριν λίγο.
    παράδειγμα  He passed in front of my house a little bit ago.
    Πέρασε μπροστά από το σπίτι μου πριν λίγο.
    παράδειγμα  Everyone bowed in front of her and passed.
    Καθένας υποκλινόταν μπροστά της και περνούσε.
    παράδειγμα  The Mercedes passed him on the right.
    H μερσεντές τον πέρασε από τα δεξιά.
     συνώνυμα:  pass by
  3. (αμετάβατο) περνάω, διασχίζω, κινούμαι σε μία έκταση και από τη μία άκρη της φτάνω στην άλλη
    παράδειγμα  She passes along the street every day with her dog.
    Περνάει από τον δρόμο κάθε πρωί με το σκύλο της.
    παράδειγμα  Trucks do not pass through our street.
    Δεν περνάνε φορτηγά από τον δρόμο μας.
    παράδειγμα  He passed down the road in his car/on his horse.
    Περνούσε στον δρόμο με το αυτοκίνητό του/το άλογό του.
    παράδειγμα  Let me pass through.
    Άσε με να περάσω.
    παράδειγμα  I am passing through a city.
    Περνάω μέσα από μια πόλη.
    παράδειγμα  I can't pass through this hole.
    Δεν μπορώ να περάσω από αυτή την τρύπα.
    παράδειγμα  He passed through the river.
    Διέσχισε το ποτάμι.
    παράδειγμα  The Seine passes through Paris.
    Ο Σηκουάνας διασχίζει το Παρίσι.
  4. (μεταβατικό) περνάω, κινώ κάτι ή βάζω κάτι γύρω από κάτι άλλο
    παράδειγμα  He passed his handkerchief over his face.
    Πέρασε το μαντήλι του στο πρόσωπό του.
    παράδειγμα  I am passing a rope around a tree/through a ring.
    Περνώ ένα σκοινί γύρω από ένα δέντρο/μέσα από μια θηλειά.
    παράδειγμα  This thread won’t pass through the eye of the needle!
    Αυτή η κλωστή δεν περνάει στο βελόνι!
  5. (μεταβατικό) περνάω, δίνω κάτι σε κάποιον βάζοντάς το στα χέρια του ή σε ένα μέρος όπου μπορεί να το φτάσει εύκολα
    παράδειγμα  Pass me your lighter/the salt, please.
    Για πέρασε τον αναπτήρα σου/το αλάτι.
    παράδειγμα  Read it and pass it to your friends.
    Διάβασε το και πέρασε το στους φίλους σου.
     συνώνυμα: hand
  6. (μεταβατικό) περνάω, δίνω σε κάποιον πληροφορίες ή μήνυμα
    παράδειγμα  I am passing a message to someone.
    Περνώ ένα μήνυμα σε κάποιον.
  7. (μεταβατικό και αμετάβατο) δίνω πάσα, κλωτσώ, χτυπάω ή πετάω την μπάλα σε έναν παίκτη της ομάδας μου
    παράδειγμα  You never pass (the ball)!
    Δεν δίνεις ποτέ πάσα!
    παράδειγμα  Pass to the defender!
    Δώσε πάσα στον αμυντικό!
  8. (αμετάβατο) περνάω, για χρόνο
    παράδειγμα  Ten years passed since then.
    Πέρασαν δέκα χρόνια από τότε.
    παράδειγμα  The time was passing slowly.
    Η ώρα περνούσε αργά.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη elapse
  9. (μεταβατικό) περνάω την ώρα μου
    παράδειγμα  I passed the evening reading.
    Πέρασα το βράδυ διαβάζοντας.
     συνώνυμα: spend
  10. (αμετάβατο) περνάω, κάτι έχει τελειώσει
    παράδειγμα  Has your headache passed?
    Σου πέρασε ο πονοκέφαλος;
  11. (αμετάβατο) περνάω σε διαφορετική θέση σε έναν διαγωνισμό
    παράδειγμα  He passed into second place.
    Πέρασε στη δεύτερη θέση.
     συνώνυμα:  move down και move up
  12. (αμετάβατο) περνάω, κληρονομώ κάτι από κάποιον
    παράδειγμα  All his property will pass to me.
    Όλη η περιουσία του θα περάσει σε μένα.
  13. (μεταβατικό) ξεπερνάω, το ποσό του κάτι γίνεται μεγαλύτερο από ένα συγκεκριμένο συνολικό ποσό
    παράδειγμα  The speaker passed the allotted time.
    Ο ομιλητής ξεπέρασε τον καθορισμένο χρόνο.
    παράδειγμα  Our exports passed 1 million euros.
    Οι εξαγωγές μας ξεπέρασαν το 1 εκατομμύριο ευρώ.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη exceed
  14. (μεταβατικό και αμετάβατο) περνάω, ψηφίζω, εκδίδω, γίνεται δεκτός ένα νομοσχέδιο
    παράδειγμα  The bill will not pass.
    Το νομοσχέδιο δε θα περάσει.
    παράδειγμα  The law that was passed was blatantly unconstitutional.
    Ο νόμος που ψηφίστηκε είναι κραυγαλέα αντισυνταγματικός.
    παράδειγμα  We will pass a new law!
    Θα εκδώσουμε έναν νέο νόμο!
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη go through
  15. (αμετάβατο) το αφήνω να περάσει, παραβλέπω, επιτρέπω να συμβεί κάτι
    παράδειγμα  I won’t let that pass.
    Δεν θα το αφήσω να περάσει έτσι αυτό.
    παράδειγμα  I will let it pass this time but…
    Θα το παραβλέψω αυτή η φορά αλλά…
     συνώνυμα: let slide
  16. (αμετάβατο) περνάω, κάτι γίνεται
    παράδειγμα  I am passing through a crisis.
    Περνώ μια κρίση.
  17. (μεταβατικό) περνάω, λέω κάτι
    παράδειγμα  A complaint never passed her lips.
    Ποτέ δεν πέρασε παράπονο από τα χείλη της.
  18. (μεταβατικό) περνάω, στέλνω κάτι έξω από το σώμα ως απόβλητο ή με απόβλητα
    παράδειγμα  I pass an illness to someone.
    Περνάω μια αρρώστεια σε κάποιον.

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]