pass
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pass | passes |
pass (en)
Σύνθετα[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | pass |
γ΄ ενικό ενεστώτα | passes |
αόριστος | passed |
παθητική μετοχή | passed |
ενεργητική μετοχή | passing |
pass (en)